- ποθίζω
- Α(για έμπλαστρο) προσίζω, προσκολλώμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ἵζω, με τροπή τού -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποθίζῃ — ποθίζω stick tightly pres subj mp 2nd sg ποθίζω stick tightly pres ind mp 2nd sg ποθίζω stick tightly pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποθίζεται — ποθίζω stick tightly pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)